στοιχειωτόν

στοιχειωτόν
στοιχειωτός
composed of elements
masc acc sg
στοιχειωτός
composed of elements
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στοιχειωτός — ή, όν, Α [στοιχειῶ] 1. αυτός που αποτελείται από στοιχεία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ στοιχειωτόν το σύνολο τών στοιχείων τού κόσμου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”